σκαμπάζω

σκαμπάζω
μετ. , αμετ. знать, понимать; соображать, смыслить;

δεν σκαμπάζω γρύ ( — или τίποτε) — ничего не понимать; — ничего не знать;

κάτι σκαμπάζω από γερμανικά — я немного понимаю по-немецки


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σκαμπάζω" в других словарях:

  • σκαμπάζω — βλ. πίν. 35 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκαμπάζω — Ν 1. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω 2. φρ. «δεν σκαμπάζει γρι» δεν ξέρει ή δεν καταλαβαίνει τίποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. σκαμβάζω «είμαι διεστραμμένος», το οποίο έλαβε και τη σημ. «παρατηρώ προσεκτικά, βλέπω»] …   Dictionary of Greek

  • σκαμπάζω — γνωρίζω, καταλαβαίνω: Δε σκαμπάζει καθόλου από μαθηματικά. – Κάτι σκαμπάζει από ξένες γλώσσες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γρυ — (AM γρῡ) φρ. «δεν είπε γρυ > > δεν είπε τίποτε (πρβλ. α. «τὸν μηδὲ γρῡ ἀντιφθεγγόμενον», Ευστάθιος β. «ὑπὲρ μὲν οἴνου μηδὲ γρῡ τιτθὴ λέγε», Μένανδρος γ. «περὶ δὲ Φωκέων ἤ Θηβαίων... οὐδὲ γρῡ», Δημοσθένης δ. «καὶ ταῡτ ἀποκρινομένω τὸ παράπαν …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»